ἐχέτλιον

ἐχέτλιον
ἐχέτλιον
hold
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εχέτλιον — ἐχέτλιον, τὸ (Α) [εχέτλη] 1. το άντλον* (ή άντλος*) τού πλοίου, δηλ. το εσωτερικό κοίλο τού πλοίου, όπου συρρέει το θαλάσσιο νερό που εισέρχεται από τις ρωγμές 2. συνεκδ. το νερό που συγκεντρώνεται στον πυθμένα τού πλοίου …   Dictionary of Greek

  • ἐχετλίου — ἐχέτλιον hold neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”